κυπαρίσσι, το, ουσ. [<μτγν. κυπαρίσσιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κυπάρισσος], το κυπαρίσσι. 1. χαρακτηρίζει το άτομο που έχει συνήθως ψηλό, λεπτό και δυνατό κορμί: «έχει ένα λεβέντη γιο, που είναι σκέτο κυπαρίσσι». Υποκορ. κυπαρισσάκι, το. (Τραγούδι: κυπαρισσάκι αψηλό, το παλικάρι π’ αγαπώ). 2. στον πλ. τα κυπαρίσσια, το νεκροταφείο: «όλους μας περιμένει μια θέση στα κυπαρίσσια». Από το ότι στα νεκροταφεία υπάρχουν φυτεμένα πολλά κυπαρίσσια·
- κορμί (σαν) κυπαρίσσι, βλ. λ. κορμί·
- πήγε στα κυπαρίσσια, πέθανε: «είναι δυο μήνες τώρα που πήγε στα κυπαρίσσια». Συνών. πήγε στα θυμαράκια / πήγε στα χαμομήλια·
- τον έστειλε στα κυπαρίσσια, τον σκότωσε: «τράβηξε το πιστόλι του και τον έστειλε στα κυπαρίσσια». Συνών. τον έστειλε στα θυμαράκια / τον έστειλε στα χαμομήλια·
- ψηλός σαν κυπαρίσσι, βλ. λ. ψηλός.